ποτνιώμαι

ποτνιώμαι
-άομαι, ΜΑ [πότνια]
(το μέσ. και σπαν. το ενεργ. ποτνιῶ, -άω)
1. οδύρομαι, θρηνώ από τρόμο ή θλίψη
2. ικετεύω θρηνητικά («ἡ Καλπουρνία... ἔδοξε ποτνιᾱσθε καὶ δακρύειν», Πλούτ.)
αρχ.
1. επικαλούμαι με δυνατή φωνή κάποιον ή κάτι
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔχομαι, ἐπικαλοῡμαι».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποτνιῶμαι — ποτνιάομαι cry pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ποτνιάομαι cry pres ind mp 1st sg ποτνιάζομαι fut ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποτνιώμαι — καταποτνιώμαι, άομαι (Μ) επικαλούμαι, ικετεύω, εκλιπαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτνιῶμαι «ικετεύω, εκλιπαρώ»] …   Dictionary of Greek

  • ποτνίασις — άσεως, ἡ, Α [ποτνιῶμαι] συνοδευόμενη από δάκρυα επίκληση ή ικεσία προς έναν θεό …   Dictionary of Greek

  • ποτνιάζομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ποτνιάομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ποτνιῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • ποτνιασμός — ὁ, Α [ποτνιῶμαι] η ποτνίασις* …   Dictionary of Greek

  • ποτνιαστής — ὁ, Α [ποτνιῶμαι] αυτός που κραυγάζει θρηνητικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”