- ποτνιώμαι
- -άομαι, ΜΑ [πότνια](το μέσ. και σπαν. το ενεργ. ποτνιῶ, -άω)1. οδύρομαι, θρηνώ από τρόμο ή θλίψη2. ικετεύω θρηνητικά («ἡ Καλπουρνία... ἔδοξε ποτνιᾱσθε καὶ δακρύειν», Πλούτ.)αρχ.1. επικαλούμαι με δυνατή φωνή κάποιον ή κάτι2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔχομαι, ἐπικαλοῡμαι».
Dictionary of Greek. 2013.